δυνατος

δυνατος
    δυνατός
    δῠνᾰτός
    3, Pind. 2
    1) сильный, крепкий, мощный, могучий
    

(χερσὴ καὴ ψυχᾷ Pind.; καὴ τοῖς σώμασι καὴ ταῖς ψυχαῖς Xen.)

    2) могущественный, влиятельный
    

(ἄνδρες Xen.; πολιτεία Arst.)

    δ. χρήμασι Thuc., Plat. — богатый, состоятельный;
    οἱ δυνατοί Soph., Thuc., Xen., Plat., Arst. — власть имущие

    3) умеющий, умелый, искусный, способный
    

(ποιεῖν τι Thuc. и κατά τι Plat.)

    4) годный, пригодный, удобный
    

(ὁδὸς δυνατέ πορεύεσθαι Xen.; ἥ δυνατέ οἰκεῖσθαι χώρα Arst.)

    5) хороший, исправный
    

(ναῦς Thuc.; ἵππος Xen.; προτείχισμα Polyb.)

    6) возможный
    

(περὴ δυνατοῦ καὴ ἀδυνάτου Arst.). - см. тж. δυνατόν


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "δυνατος" в других словарях:

  • δυνατός — strong masc nom sg δυνατός strong masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατός — ή, ό (AM δυνατός, ή, όν Μ και δυνατός, όν) [δύναμη] 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός 2. ανθεκτικός, στερεός («δυνατό προτείχισμα, κάστρο κ.λπ.») 3. ικανός, με αξιόλογες δυνατότητες («δυνατός γιατρός») 4. αυτός που μπορεί ή ενδέχεται να γίνει,… …   Dictionary of Greek

  • δυνατός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που έχει δύναμη, ισχυρός, ρωμαλέος: Είναι δυνατός άντρας. 2. στερεός, ανθεκτικός, γερός: Έχει δυνατό οργανισμό. 3. αυτός που μπορεί να πραγματοποιηθεί: Δεν είναι δυνατός ένας συμβιβασμός ανάμεσά τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυνατώτερον — δυνατός strong adverbial comp δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong masc acc comp sg δυνατός strong neut nom/voc/acc comp sg δυνατός strong adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτάτων — δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl δυνατός strong fem gen superl pl δυνατός strong masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέραις — δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) δυνατός strong fem dat comp pl δυνατωτέρᾱͅς , δυνατός strong fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατωτέρων — δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl δυνατός strong fem gen comp pl δυνατός strong masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατά — δυνατός strong neut nom/voc/acc pl δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc/acc dual δυνατά̱ , δυνατός strong fem nom/voc sg (doric aeolic) δυνατός strong neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατόν — δυνατός strong masc acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg δυνατός strong masc/fem acc sg δυνατός strong neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατα — δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl δυνατός strong adverbial superl δυνατός strong neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυνατώτατον — δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg δυνατός strong masc acc superl sg δυνατός strong neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»